αλκοολικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αλκοολικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αλκοολικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αλκοολικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αλκοολικός you have here. The definition of the word αλκοολικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαλκοολικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αλκοολικός (alkoolikósm (feminine αλκοολική, neuter αλκοολικό)

  1. Of or pertaining to alcohol
    αλκοολική ζύμωσηalkoolikí zýmosialcoholic fermentation
  2. (medicine) alcoholic, describing an abuser of alcohol

Declension

Declension of αλκοολικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλκοολικός (alkoolikós) αλκοολική (alkoolikí) αλκοολικό (alkoolikó) αλκοολικοί (alkoolikoí) αλκοολικές (alkoolikés) αλκοολικά (alkooliká)
genitive αλκοολικού (alkoolikoú) αλκοολικής (alkoolikís) αλκοολικού (alkoolikoú) αλκοολικών (alkoolikón) αλκοολικών (alkoolikón) αλκοολικών (alkoolikón)
accusative αλκοολικό (alkoolikó) αλκοολική (alkoolikí) αλκοολικό (alkoolikó) αλκοολικούς (alkoolikoús) αλκοολικές (alkoolikés) αλκοολικά (alkooliká)
vocative αλκοολικέ (alkooliké) αλκοολική (alkoolikí) αλκοολικό (alkoolikó) αλκοολικοί (alkoolikoí) αλκοολικές (alkoolikés) αλκοολικά (alkooliká)

Noun

αλκοολικός (alkoolikósm (plural αλκοολικοί, feminine αλκοολική)

  1. (medicine) alcoholic, an abuser of alcohol

Declension

singular plural
nominative αλκοολικός (alkoolikós) αλκοολικοί (alkoolikoí)
genitive αλκοολικού (alkoolikoú) αλκοολικών (alkoolikón)
accusative αλκοολικό (alkoolikó) αλκοολικούς (alkoolikoús)
vocative αλκοολικέ (alkooliké) αλκοολικοί (alkoolikoí)