αλλεργικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αλλεργικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αλλεργικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αλλεργικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αλλεργικός you have here. The definition of the word αλλεργικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαλλεργικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αλλεργικός (allergikósm (feminine αλλεργική, neuter αλλεργικό)

  1. (medicine) allergic

Declension

Declension of αλλεργικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλλεργικός (allergikós) αλλεργική (allergikí) αλλεργικό (allergikó) αλλεργικοί (allergikoí) αλλεργικές (allergikés) αλλεργικά (allergiká)
genitive αλλεργικού (allergikoú) αλλεργικής (allergikís) αλλεργικού (allergikoú) αλλεργικών (allergikón) αλλεργικών (allergikón) αλλεργικών (allergikón)
accusative αλλεργικό (allergikó) αλλεργική (allergikí) αλλεργικό (allergikó) αλλεργικούς (allergikoús) αλλεργικές (allergikés) αλλεργικά (allergiká)
vocative αλλεργικέ (allergiké) αλλεργική (allergikí) αλλεργικό (allergikó) αλλεργικοί (allergikoí) αλλεργικές (allergikés) αλλεργικά (allergiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλλεργικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλλεργικός, etc.)