αλχημικός • (alchimikós) m (feminine αλχημική, neuter αλχημικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλχημικός (alchimikós) | αλχημική (alchimikí) | αλχημικό (alchimikó) | αλχημικοί (alchimikoí) | αλχημικές (alchimikés) | αλχημικά (alchimiká) | |
genitive | αλχημικού (alchimikoú) | αλχημικής (alchimikís) | αλχημικού (alchimikoú) | αλχημικών (alchimikón) | αλχημικών (alchimikón) | αλχημικών (alchimikón) | |
accusative | αλχημικό (alchimikó) | αλχημική (alchimikí) | αλχημικό (alchimikó) | αλχημικούς (alchimikoús) | αλχημικές (alchimikés) | αλχημικά (alchimiká) | |
vocative | αλχημικέ (alchimiké) | αλχημική (alchimikí) | αλχημικό (alchimikó) | αλχημικοί (alchimikoí) | αλχημικές (alchimikés) | αλχημικά (alchimiká) |