ανακατεύθυνση • (anakatéfthynsi) f (plural ανακατευθύνσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανακατεύθυνση (anakatéfthynsi) | ανακατευθύνσεις (anakatefthýnseis) |
genitive | ανακατεύθυνσης (anakatéfthynsis) | ανακατευθύνσεων (anakatefthýnseon) |
accusative | ανακατεύθυνση (anakatéfthynsi) | ανακατευθύνσεις (anakatefthýnseis) |
vocative | ανακατεύθυνση (anakatéfthynsi) | ανακατευθύνσεις (anakatefthýnseis) |
Older or formal genitive singular: ανακατευθύνσεως (anakatefthýnseos)
The 2nd genitive singular form is much less common