ανακεφαλαιωτικός • (anakefalaiotikós) m (feminine ανακεφαλαιωτική, neuter ανακεφαλαιωτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανακεφαλαιωτικός (anakefalaiotikós) | ανακεφαλαιωτική (anakefalaiotikí) | ανακεφαλαιωτικό (anakefalaiotikó) | ανακεφαλαιωτικοί (anakefalaiotikoí) | ανακεφαλαιωτικές (anakefalaiotikés) | ανακεφαλαιωτικά (anakefalaiotiká) | |
genitive | ανακεφαλαιωτικού (anakefalaiotikoú) | ανακεφαλαιωτικής (anakefalaiotikís) | ανακεφαλαιωτικού (anakefalaiotikoú) | ανακεφαλαιωτικών (anakefalaiotikón) | ανακεφαλαιωτικών (anakefalaiotikón) | ανακεφαλαιωτικών (anakefalaiotikón) | |
accusative | ανακεφαλαιωτικό (anakefalaiotikó) | ανακεφαλαιωτική (anakefalaiotikí) | ανακεφαλαιωτικό (anakefalaiotikó) | ανακεφαλαιωτικούς (anakefalaiotikoús) | ανακεφαλαιωτικές (anakefalaiotikés) | ανακεφαλαιωτικά (anakefalaiotiká) | |
vocative | ανακεφαλαιωτικέ (anakefalaiotiké) | ανακεφαλαιωτική (anakefalaiotikí) | ανακεφαλαιωτικό (anakefalaiotikó) | ανακεφαλαιωτικοί (anakefalaiotikoí) | ανακεφαλαιωτικές (anakefalaiotikés) | ανακεφαλαιωτικά (anakefalaiotiká) |