ανακεφαλαιωτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανακεφαλαιωτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανακεφαλαιωτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανακεφαλαιωτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ανακεφαλαιωτικός you have here. The definition of the word ανακεφαλαιωτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανακεφαλαιωτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανακεφαλαιωτικός (anakefalaiotikósm (feminine ανακεφαλαιωτική, neuter ανακεφαλαιωτικό)

  1. recapitulative

Declension

Declension of ανακεφαλαιωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανακεφαλαιωτικός (anakefalaiotikós) ανακεφαλαιωτική (anakefalaiotikí) ανακεφαλαιωτικό (anakefalaiotikó) ανακεφαλαιωτικοί (anakefalaiotikoí) ανακεφαλαιωτικές (anakefalaiotikés) ανακεφαλαιωτικά (anakefalaiotiká)
genitive ανακεφαλαιωτικού (anakefalaiotikoú) ανακεφαλαιωτικής (anakefalaiotikís) ανακεφαλαιωτικού (anakefalaiotikoú) ανακεφαλαιωτικών (anakefalaiotikón) ανακεφαλαιωτικών (anakefalaiotikón) ανακεφαλαιωτικών (anakefalaiotikón)
accusative ανακεφαλαιωτικό (anakefalaiotikó) ανακεφαλαιωτική (anakefalaiotikí) ανακεφαλαιωτικό (anakefalaiotikó) ανακεφαλαιωτικούς (anakefalaiotikoús) ανακεφαλαιωτικές (anakefalaiotikés) ανακεφαλαιωτικά (anakefalaiotiká)
vocative ανακεφαλαιωτικέ (anakefalaiotiké) ανακεφαλαιωτική (anakefalaiotikí) ανακεφαλαιωτικό (anakefalaiotikó) ανακεφαλαιωτικοί (anakefalaiotikoí) ανακεφαλαιωτικές (anakefalaiotikés) ανακεφαλαιωτικά (anakefalaiotiká)