Perfect participle of αναρτώμαι (anartómai), passive voice of αναρτώ (“hang, suspend”).
αναρτημένος • (anartiménos) m (feminine αναρτημένη, neuter αναρτημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναρτημένος • | αναρτημένη • | αναρτημένο • | αναρτημένοι • | αναρτημένες • | αναρτημένα • |
genitive | αναρτημένου • | αναρτημένης • | αναρτημένου • | αναρτημένων • | αναρτημένων • | αναρτημένων • |
accusative | αναρτημένο • | αναρτημένη • | αναρτημένο • | αναρτημένους • | αναρτημένες • | αναρτημένα • |
vocative | αναρτημένε • | αναρτημένη • | αναρτημένο • | αναρτημένοι • | αναρτημένες • | αναρτημένα • |