αντιαεροπορικός • (antiaeroporikós) m (feminine αντιαεροπορική, neuter αντιαεροπορικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιαεροπορικός (antiaeroporikós) | αντιαεροπορική (antiaeroporikí) | αντιαεροπορικό (antiaeroporikó) | αντιαεροπορικοί (antiaeroporikoí) | αντιαεροπορικές (antiaeroporikés) | αντιαεροπορικά (antiaeroporiká) | |
genitive | αντιαεροπορικού (antiaeroporikoú) | αντιαεροπορικής (antiaeroporikís) | αντιαεροπορικού (antiaeroporikoú) | αντιαεροπορικών (antiaeroporikón) | αντιαεροπορικών (antiaeroporikón) | αντιαεροπορικών (antiaeroporikón) | |
accusative | αντιαεροπορικό (antiaeroporikó) | αντιαεροπορική (antiaeroporikí) | αντιαεροπορικό (antiaeroporikó) | αντιαεροπορικούς (antiaeroporikoús) | αντιαεροπορικές (antiaeroporikés) | αντιαεροπορικά (antiaeroporiká) | |
vocative | αντιαεροπορικέ (antiaeroporiké) | αντιαεροπορική (antiaeroporikí) | αντιαεροπορικό (antiaeroporikó) | αντιαεροπορικοί (antiaeroporikoí) | αντιαεροπορικές (antiaeroporikés) | αντιαεροπορικά (antiaeroporiká) |