αντιολισθητικός • (antiolisthitikós) m (feminine αντιολισθητική, neuter αντιολισθητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιολισθητικός (antiolisthitikós) | αντιολισθητική (antiolisthitikí) | αντιολισθητικό (antiolisthitikó) | αντιολισθητικοί (antiolisthitikoí) | αντιολισθητικές (antiolisthitikés) | αντιολισθητικά (antiolisthitiká) | |
genitive | αντιολισθητικού (antiolisthitikoú) | αντιολισθητικής (antiolisthitikís) | αντιολισθητικού (antiolisthitikoú) | αντιολισθητικών (antiolisthitikón) | αντιολισθητικών (antiolisthitikón) | αντιολισθητικών (antiolisthitikón) | |
accusative | αντιολισθητικό (antiolisthitikó) | αντιολισθητική (antiolisthitikí) | αντιολισθητικό (antiolisthitikó) | αντιολισθητικούς (antiolisthitikoús) | αντιολισθητικές (antiolisthitikés) | αντιολισθητικά (antiolisthitiká) | |
vocative | αντιολισθητικέ (antiolisthitiké) | αντιολισθητική (antiolisthitikí) | αντιολισθητικό (antiolisthitikó) | αντιολισθητικοί (antiolisthitikoí) | αντιολισθητικές (antiolisthitikés) | αντιολισθητικά (antiolisthitiká) |