αντιρατσιστικός • (antiratsistikós) m (feminine αντιπροστατευτική, neuter αντιπροστατευτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπροστατευτικός (antiprostateftikós) | αντιπροστατευτική (antiprostateftikí) | αντιπροστατευτικό (antiprostateftikó) | αντιπροστατευτικοί (antiprostateftikoí) | αντιπροστατευτικές (antiprostateftikés) | αντιπροστατευτικά (antiprostateftiká) | |
genitive | αντιπροστατευτικού (antiprostateftikoú) | αντιπροστατευτικής (antiprostateftikís) | αντιπροστατευτικού (antiprostateftikoú) | αντιπροστατευτικών (antiprostateftikón) | αντιπροστατευτικών (antiprostateftikón) | αντιπροστατευτικών (antiprostateftikón) | |
accusative | αντιπροστατευτικό (antiprostateftikó) | αντιπροστατευτική (antiprostateftikí) | αντιπροστατευτικό (antiprostateftikó) | αντιπροστατευτικούς (antiprostateftikoús) | αντιπροστατευτικές (antiprostateftikés) | αντιπροστατευτικά (antiprostateftiká) | |
vocative | αντιπροστατευτικέ (antiprostateftiké) | αντιπροστατευτική (antiprostateftikí) | αντιπροστατευτικό (antiprostateftikó) | αντιπροστατευτικοί (antiprostateftikoí) | αντιπροστατευτικές (antiprostateftikés) | αντιπροστατευτικά (antiprostateftiká) |