αντισημιτικός • (antisimitikós) m (feminine αντισημιτική, neuter αντισημιτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντισημιτικός (antisimitikós) | αντισημιτική (antisimitikí) | αντισημιτικό (antisimitikó) | αντισημιτικοί (antisimitikoí) | αντισημιτικές (antisimitikés) | αντισημιτικά (antisimitiká) | |
genitive | αντισημιτικού (antisimitikoú) | αντισημιτικής (antisimitikís) | αντισημιτικού (antisimitikoú) | αντισημιτικών (antisimitikón) | αντισημιτικών (antisimitikón) | αντισημιτικών (antisimitikón) | |
accusative | αντισημιτικό (antisimitikó) | αντισημιτική (antisimitikí) | αντισημιτικό (antisimitikó) | αντισημιτικούς (antisimitikoús) | αντισημιτικές (antisimitikés) | αντισημιτικά (antisimitiká) | |
vocative | αντισημιτικέ (antisimitiké) | αντισημιτική (antisimitikí) | αντισημιτικό (antisimitikó) | αντισημιτικοί (antisimitikoí) | αντισημιτικές (antisimitikés) | αντισημιτικά (antisimitiká) |