αξιοθαύμαστος • (axiothávmastos) m (feminine αξιοθαύμαστη, neuter αξιοθαύμαστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξιοθαύμαστος (axiothávmastos) | αξιοθαύμαστη (axiothávmasti) | αξιοθαύμαστο (axiothávmasto) | αξιοθαύμαστοι (axiothávmastoi) | αξιοθαύμαστες (axiothávmastes) | αξιοθαύμαστα (axiothávmasta) | |
genitive | αξιοθαύμαστου (axiothávmastou) | αξιοθαύμαστης (axiothávmastis) | αξιοθαύμαστου (axiothávmastou) | αξιοθαύμαστων (axiothávmaston) | αξιοθαύμαστων (axiothávmaston) | αξιοθαύμαστων (axiothávmaston) | |
accusative | αξιοθαύμαστο (axiothávmasto) | αξιοθαύμαστη (axiothávmasti) | αξιοθαύμαστο (axiothávmasto) | αξιοθαύμαστους (axiothávmastous) | αξιοθαύμαστες (axiothávmastes) | αξιοθαύμαστα (axiothávmasta) | |
vocative | αξιοθαύμαστε (axiothávmaste) | αξιοθαύμαστη (axiothávmasti) | αξιοθαύμαστο (axiothávmasto) | αξιοθαύμαστοι (axiothávmastoi) | αξιοθαύμαστες (axiothávmastes) | αξιοθαύμαστα (axiothávmasta) |