απληροφόρητος • (aplirofóritos) m (feminine απληροφόρητη, neuter απληροφόρητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απληροφόρητος (aplirofóritos) | απληροφόρητη (aplirofóriti) | απληροφόρητο (aplirofórito) | απληροφόρητοι (aplirofóritoi) | απληροφόρητες (aplirofórites) | απληροφόρητα (aplirofórita) | |
genitive | απληροφόρητου (aplirofóritou) | απληροφόρητης (aplirofóritis) | απληροφόρητου (aplirofóritou) | απληροφόρητων (aplirofóriton) | απληροφόρητων (aplirofóriton) | απληροφόρητων (aplirofóriton) | |
accusative | απληροφόρητο (aplirofórito) | απληροφόρητη (aplirofóriti) | απληροφόρητο (aplirofórito) | απληροφόρητους (aplirofóritous) | απληροφόρητες (aplirofórites) | απληροφόρητα (aplirofórita) | |
vocative | απληροφόρητε (aplirofórite) | απληροφόρητη (aplirofóriti) | απληροφόρητο (aplirofórito) | απληροφόρητοι (aplirofóritoi) | απληροφόρητες (aplirofórites) | απληροφόρητα (aplirofórita) |