αποπροσανατολισμός • (apoprosanatolismós) m (plural αποπροσανατολισμοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποπροσανατολισμός (apoprosanatolismós) | αποπροσανατολισμοί (apoprosanatolismoí) |
genitive | αποπροσανατολισμού (apoprosanatolismoú) | αποπροσανατολισμών (apoprosanatolismón) |
accusative | αποπροσανατολισμό (apoprosanatolismó) | αποπροσανατολισμούς (apoprosanatolismoús) |
vocative | αποπροσανατολισμέ (apoprosanatolismé) | αποπροσανατολισμοί (apoprosanatolismoí) |