10 Results found for "βλακεία".

βλακεία

From Ancient Greek βλακεία (blakeía), from βλάξ (bláx, “idiot”). IPA(key): /vlaˈki.a/ Hyphenation: βλα‧κεί‧α βλακεία • (vlakeía) f (plural βλακείες) (psychiatry...


βλακείες

βλακείες • (vlakeíes) f nominative plural of βλακεία (vlakeía) accusative plural of βλακεία (vlakeía) vocative plural of βλακεία (vlakeía)...


αμβλύνοια

(amvlýnoia) f (uncountable) stupidity, lack of intelligence βλακεία f (vlakeía) see: αμβλύνω (amvlýno, “to blunt”) βλακεία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el...


βλακείας

βλακείας • (vlakeías) f genitive singular of βλακεία (vlakeía)...


βλακειών

βλακειών • (vlakeión) f genitive plural of βλακεία (vlakeía)...


ηλιθιότητα

talking rubbish again. (stupidity): ανοησία f (anoïsía), χαζομάρα f (chazomára), βλακεία f (vlakeía), κουταμάρα f (koutamára), σαχλαμάρα f (sachlamára)...


ανοησία

being stupid) Synonyms: ηλιθιότητα (ilithiótita), χαζομάρα (chazomára), βλακεία (vlakeía), κουταμάρα (koutamára), σαχλαμάρα (sachlamára) Η ανοησία σου...


κουταμάρα

nonsense he says. (stupidity): ανοησία f (anoïsía), σαχλαμάρα f (sachlamára), ηλιθιότητα f (ilithiótita), χαζομάρα f (chazomára), βλακεία f (vlakeía)...


τόσο

xanthá malliá. ― He was a guy about so tall with blond hair. Τόσο μεγάλη βλακεία δεν έχω ακούσει ποτέ μου! ― Tóso megáli vlakeía den écho akoúsei poté mou...


βλάκας

(boúfos) see: έξυπνος (éxypnos) αρχιβλάκας m (archivlákas, “born idiot”) βλακεία f (vlakeía, “nonsense, stupidity”) βλάκας, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής...