From Ancient Greek βλακεία (blakeía), from βλάξ (bláx, “idiot”). IPA(key): /vlaˈki.a/ Hyphenation: βλα‧κεί‧α βλακεία • (vlakeía) f (plural βλακείες) (psychiatry...
βλακείες • (vlakeíes) f nominative plural of βλακεία (vlakeía) accusative plural of βλακεία (vlakeía) vocative plural of βλακεία (vlakeía)...
(amvlýnoia) f (uncountable) stupidity, lack of intelligence βλακεία f (vlakeía) see: αμβλύνω (amvlýno, “to blunt”) βλακεία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el...
talking rubbish again. (stupidity): ανοησία f (anoïsía), χαζομάρα f (chazomára), βλακεία f (vlakeía), κουταμάρα f (koutamára), σαχλαμάρα f (sachlamára)...
being stupid) Synonyms: ηλιθιότητα (ilithiótita), χαζομάρα (chazomára), βλακεία (vlakeía), κουταμάρα (koutamára), σαχλαμάρα (sachlamára) Η ανοησία σου...
nonsense he says. (stupidity): ανοησία f (anoïsía), σαχλαμάρα f (sachlamára), ηλιθιότητα f (ilithiótita), χαζομάρα f (chazomára), βλακεία f (vlakeía)...
xanthá malliá. ― He was a guy about so tall with blond hair. Τόσο μεγάλη βλακεία δεν έχω ακούσει ποτέ μου! ― Tóso megáli vlakeía den écho akoúsei poté mou...
(boúfos) see: έξυπνος (éxypnos) αρχιβλάκας m (archivlákas, “born idiot”) βλακεία f (vlakeía, “nonsense, stupidity”) βλάκας, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής...