βορειοανατολικός • (voreioanatolikós) m (feminine βορειοανατολική, neuter βορειοανατολικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βορειοανατολικός (voreioanatolikós) | βορειοανατολική (voreioanatolikí) | βορειοανατολικό (voreioanatolikó) | βορειοανατολικοί (voreioanatolikoí) | βορειοανατολικές (voreioanatolikés) | βορειοανατολικά (voreioanatoliká) | |
genitive | βορειοανατολικού (voreioanatolikoú) | βορειοανατολικής (voreioanatolikís) | βορειοανατολικού (voreioanatolikoú) | βορειοανατολικών (voreioanatolikón) | βορειοανατολικών (voreioanatolikón) | βορειοανατολικών (voreioanatolikón) | |
accusative | βορειοανατολικό (voreioanatolikó) | βορειοανατολική (voreioanatolikí) | βορειοανατολικό (voreioanatolikó) | βορειοανατολικούς (voreioanatolikoús) | βορειοανατολικές (voreioanatolikés) | βορειοανατολικά (voreioanatoliká) | |
vocative | βορειοανατολικέ (voreioanatoliké) | βορειοανατολική (voreioanatolikí) | βορειοανατολικό (voreioanatolikó) | βορειοανατολικοί (voreioanatolikoí) | βορειοανατολικές (voreioanatolikés) | βορειοανατολικά (voreioanatoliká) |