γιαπωνέζικος • (giaponézikos) m (feminine γιαπωνέζικη, neuter γιαπωνέζικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γιαπωνέζικος • | γιαπωνέζικη • | γιαπωνέζικο • | γιαπωνέζικοι • | γιαπωνέζικες • | γιαπωνέζικα • |
genitive | γιαπωνέζικου • | γιαπωνέζικης • | γιαπωνέζικου • | γιαπωνέζικων • | γιαπωνέζικων • | γιαπωνέζικων • |
accusative | γιαπωνέζικο • | γιαπωνέζικη • | γιαπωνέζικο • | γιαπωνέζικους • | γιαπωνέζικες • | γιαπωνέζικα • |
vocative | γιαπωνέζικε • | γιαπωνέζικη • | γιαπωνέζικο • | γιαπωνέζικοι • | γιαπωνέζικες • | γιαπωνέζικα • |