γραμματο- (grammato-, “postal”) + κιβώτιο (kivótio, “box”)
γραμματοκιβώτιο • (grammatokivótio) n (plural γραμματοκιβώτια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γραμματοκιβώτιο (grammatokivótio) | γραμματοκιβώτια (grammatokivótia) |
genitive | γραμματοκιβωτίου (grammatokivotíou) γραμματοκιβώτιου (grammatokivótiou) |
γραμματοκιβωτίων (grammatokivotíon) |
accusative | γραμματοκιβώτιο (grammatokivótio) | γραμματοκιβώτια (grammatokivótia) |
vocative | γραμματοκιβώτιο (grammatokivótio) | γραμματοκιβώτια (grammatokivótia) |