From δρᾶσῐς (drâsis, “strength, efficacy”), from δράω (dráō, “I do”), + -τικός (-tikós).
δρᾱστῐκός • (drāstikós) m (feminine δρᾱστῐκή, neuter δρᾱστῐκόν); first/second declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | δρᾱστῐκός drāstikós |
δρᾱστῐκή drāstikḗ |
δρᾱστῐκόν drāstikón |
δρᾱστῐκώ drāstikṓ |
δρᾱστῐκᾱ́ drāstikā́ |
δρᾱστῐκώ drāstikṓ |
δρᾱστῐκοί drāstikoí |
δρᾱστῐκαί drāstikaí |
δρᾱστῐκᾰ́ drāstiká | |||||
Genitive | δρᾱστῐκοῦ drāstikoû |
δρᾱστῐκῆς drāstikês |
δρᾱστῐκοῦ drāstikoû |
δρᾱστῐκοῖν drāstikoîn |
δρᾱστῐκαῖν drāstikaîn |
δρᾱστῐκοῖν drāstikoîn |
δρᾱστῐκῶν drāstikôn |
δρᾱστῐκῶν drāstikôn |
δρᾱστῐκῶν drāstikôn | |||||
Dative | δρᾱστῐκῷ drāstikôi |
δρᾱστῐκῇ drāstikêi |
δρᾱστῐκῷ drāstikôi |
δρᾱστῐκοῖν drāstikoîn |
δρᾱστῐκαῖν drāstikaîn |
δρᾱστῐκοῖν drāstikoîn |
δρᾱστῐκοῖς drāstikoîs |
δρᾱστῐκαῖς drāstikaîs |
δρᾱστῐκοῖς drāstikoîs | |||||
Accusative | δρᾱστῐκόν drāstikón |
δρᾱστῐκήν drāstikḗn |
δρᾱστῐκόν drāstikón |
δρᾱστῐκώ drāstikṓ |
δρᾱστῐκᾱ́ drāstikā́ |
δρᾱστῐκώ drāstikṓ |
δρᾱστῐκούς drāstikoús |
δρᾱστῐκᾱ́ς drāstikā́s |
δρᾱστῐκᾰ́ drāstiká | |||||
Vocative | δρᾱστῐκέ drāstiké |
δρᾱστῐκή drāstikḗ |
δρᾱστῐκόν drāstikón |
δρᾱστῐκώ drāstikṓ |
δρᾱστῐκᾱ́ drāstikā́ |
δρᾱστῐκώ drāstikṓ |
δρᾱστῐκοί drāstikoí |
δρᾱστῐκαί drāstikaí |
δρᾱστῐκᾰ́ drāstiká | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
δρᾱστῐκῶς drāstikôs |
δρᾱστῐκώτερος drāstikṓteros |
δρᾱστῐκώτᾰτος drāstikṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
δραστικός • (drastikós) m
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δραστικός • | δραστική • | δραστικό • | δραστικοί • | δραστικές • | δραστικά • |
genitive | δραστικού • | δραστικής • | δραστικού • | δραστικών • | δραστικών • | δραστικών • |
accusative | δραστικό • | δραστική • | δραστικό • | δραστικούς • | δραστικές • | δραστικά • |
vocative | δραστικέ • | δραστική • | δραστικό • | δραστικοί • | δραστικές • | δραστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δραστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δραστικός, etc.) |
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δραστικότερος • | δραστικότερη • | δραστικότερο • | δραστικότεροι • | δραστικότερες • | δραστικότερα • |
genitive | δραστικότερου • | δραστικότερης • | δραστικότερου • | δραστικότερων • | δραστικότερων • | δραστικότερων • |
accusative | δραστικότερο • | δραστικότερη • | δραστικότερο • | δραστικότερους • | δραστικότερες • | δραστικότερα • |
vocative | δραστικότερε • | δραστικότερη • | δραστικότερο • | δραστικότεροι • | δραστικότερες • | δραστικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο δραστικότερος", etc) |