δυαδικός • (dyadikós) m (feminine δυαδική, neuter δυαδικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δυαδικός (dyadikós) | δυαδική (dyadikí) | δυαδικό (dyadikó) | δυαδικοί (dyadikoí) | δυαδικές (dyadikés) | δυαδικά (dyadiká) | |
genitive | δυαδικού (dyadikoú) | δυαδικής (dyadikís) | δυαδικού (dyadikoú) | δυαδικών (dyadikón) | δυαδικών (dyadikón) | δυαδικών (dyadikón) | |
accusative | δυαδικό (dyadikó) | δυαδική (dyadikí) | δυαδικό (dyadikó) | δυαδικούς (dyadikoús) | δυαδικές (dyadikés) | δυαδικά (dyadiká) | |
vocative | δυαδικέ (dyadiké) | δυαδική (dyadikí) | δυαδικό (dyadikó) | δυαδικοί (dyadikoí) | δυαδικές (dyadikés) | δυαδικά (dyadiká) |