εκατοστόμετρο • (ekatostómetro) n (plural εκατοστόμετρα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκατοστόμετρο (ekatostómetro) | εκατοστόμετρα (ekatostómetra) |
genitive | εκατοστομέτρου (ekatostométrou) εκατοστόμετρου (ekatostómetrou) |
εκατοστομέτρων (ekatostométron) εκατοστόμετρων (ekatostómetron) |
accusative | εκατοστόμετρο (ekatostómetro) | εκατοστόμετρα (ekatostómetra) |
vocative | εκατοστόμετρο (ekatostómetro) | εκατοστόμετρα (ekatostómetra) |