From εκ (ek, “out”) + χιονίζω (chionízo, “to snow”) + -τήρας (-tíras).
εκχιονιστήρας • (ekchionistíras) m (plural εκχιονιστήρες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκχιονιστήρας (ekchionistíras) | εκχιονιστήρες (ekchionistíres) |
genitive | εκχιονιστήρα (ekchionistíra) | εκχιονιστήρων (ekchionistíron) |
accusative | εκχιονιστήρα (ekchionistíra) | εκχιονιστήρες (ekchionistíres) |
vocative | εκχιονιστήρα (ekchionistíra) | εκχιονιστήρες (ekchionistíres) |