Learnedly from εμβληματ- (stem of έμβλημα (émvlima)) + -ικός (-ikós).[1]
εμβληματικός • (emvlimatikós) m (feminine εμβληματική, neuter εμβληματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εμβληματικός (emvlimatikós) | εμβληματική (emvlimatikí) | εμβληματικό (emvlimatikó) | εμβληματικοί (emvlimatikoí) | εμβληματικές (emvlimatikés) | εμβληματικά (emvlimatiká) | |
genitive | εμβληματικού (emvlimatikoú) | εμβληματικής (emvlimatikís) | εμβληματικού (emvlimatikoú) | εμβληματικών (emvlimatikón) | εμβληματικών (emvlimatikón) | εμβληματικών (emvlimatikón) | |
accusative | εμβληματικό (emvlimatikó) | εμβληματική (emvlimatikí) | εμβληματικό (emvlimatikó) | εμβληματικούς (emvlimatikoús) | εμβληματικές (emvlimatikés) | εμβληματικά (emvlimatiká) | |
vocative | εμβληματικέ (emvlimatiké) | εμβληματική (emvlimatikí) | εμβληματικό (emvlimatikó) | εμβληματικοί (emvlimatikoí) | εμβληματικές (emvlimatikés) | εμβληματικά (emvlimatiká) |