εμπορευματοκιβώτιο • (emporevmatokivótio) n
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμπορευματοκιβώτιο (emporevmatokivótio) | εμπορευματοκιβώτια (emporevmatokivótia) |
genitive | εμπορευματοκιβωτίου (emporevmatokivotíou) εμπορευματοκιβώτιου (emporevmatokivótiou) |
εμπορευματοκιβωτίων (emporevmatokivotíon) |
accusative | εμπορευματοκιβώτιο (emporevmatokivótio) | εμπορευματοκιβώτια (emporevmatokivótia) |
vocative | εμπορευματοκιβώτιο (emporevmatokivótio) | εμπορευματοκιβώτια (emporevmatokivótia) |