εξαδικός • (exadikós) m (feminine εξαδική, neuter εξαδικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εξαδικός (exadikós) | εξαδική (exadikí) | εξαδικό (exadikó) | εξαδικοί (exadikoí) | εξαδικές (exadikés) | εξαδικά (exadiká) | |
genitive | εξαδικού (exadikoú) | εξαδικής (exadikís) | εξαδικού (exadikoú) | εξαδικών (exadikón) | εξαδικών (exadikón) | εξαδικών (exadikón) | |
accusative | εξαδικό (exadikó) | εξαδική (exadikí) | εξαδικό (exadikó) | εξαδικούς (exadikoús) | εξαδικές (exadikés) | εξαδικά (exadiká) | |
vocative | εξαδικέ (exadiké) | εξαδική (exadikí) | εξαδικό (exadikó) | εξαδικοί (exadikoí) | εξαδικές (exadikés) | εξαδικά (exadiká) |