επιληπτικός • (epiliptikós) m (feminine επιληπτική, neuter επιληπτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επιληπτικός (epiliptikós) | επιληπτική (epiliptikí) | επιληπτικό (epiliptikó) | επιληπτικοί (epiliptikoí) | επιληπτικές (epiliptikés) | επιληπτικά (epiliptiká) | |
genitive | επιληπτικού (epiliptikoú) | επιληπτικής (epiliptikís) | επιληπτικού (epiliptikoú) | επιληπτικών (epiliptikón) | επιληπτικών (epiliptikón) | επιληπτικών (epiliptikón) | |
accusative | επιληπτικό (epiliptikó) | επιληπτική (epiliptikí) | επιληπτικό (epiliptikó) | επιληπτικούς (epiliptikoús) | επιληπτικές (epiliptikés) | επιληπτικά (epiliptiká) | |
vocative | επιληπτικέ (epiliptiké) | επιληπτική (epiliptikí) | επιληπτικό (epiliptikó) | επιληπτικοί (epiliptikoí) | επιληπτικές (epiliptikés) | επιληπτικά (epiliptiká) |
επιληπτικός • (epiliptikós) m (plural επιληπτικοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιληπτικός (epiliptikós) | επιληπτικοί (epiliptikoí) |
genitive | επιληπτικού (epiliptikoú) | επιληπτικών (epiliptikón) |
accusative | επιληπτικό (epiliptikó) | επιληπτικούς (epiliptikoús) |
vocative | επιληπτικέ (epiliptiké) | επιληπτικοί (epiliptikoí) |