επιστημονικός • (epistimonikós) m (feminine επιστημονική, neuter επιστημονικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επιστημονικός (epistimonikós) | επιστημονική (epistimonikí) | επιστημονικό (epistimonikó) | επιστημονικοί (epistimonikoí) | επιστημονικές (epistimonikés) | επιστημονικά (epistimoniká) | |
genitive | επιστημονικού (epistimonikoú) | επιστημονικής (epistimonikís) | επιστημονικού (epistimonikoú) | επιστημονικών (epistimonikón) | επιστημονικών (epistimonikón) | επιστημονικών (epistimonikón) | |
accusative | επιστημονικό (epistimonikó) | επιστημονική (epistimonikí) | επιστημονικό (epistimonikó) | επιστημονικούς (epistimonikoús) | επιστημονικές (epistimonikés) | επιστημονικά (epistimoniká) | |
vocative | επιστημονικέ (epistimoniké) | επιστημονική (epistimonikí) | επιστημονικό (epistimonikó) | επιστημονικοί (epistimonikoí) | επιστημονικές (epistimonikés) | επιστημονικά (epistimoniká) |