From έπομαι (épomai), corresponding to Ancient Greek ἑπόμενος (hepómenos), present tense participle of ἕπομαι (hépomai, “follow, obey; result from”).
επόμενος • (epómenos) m (feminine επόμενη, neuter επόμενο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επόμενος • | επόμενη • | επόμενο • | επόμενοι • | επόμενες • | επόμενα • |
genitive | επόμενου • | επόμενης • | επόμενου • | επόμενων • | επόμενων • | επόμενων • |
accusative | επόμενο • | επόμενη • | επόμενο • | επόμενους • | επόμενες • | επόμενα • |
vocative | επόμενε • | επόμενη • | επόμενο • | επόμενοι • | επόμενες • | επόμενα • |