ερωτηματικός • (erotimatikós) m (feminine ερωτηματική, neuter ερωτηματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ερωτηματικός (erotimatikós) | ερωτηματική (erotimatikí) | ερωτηματικό (erotimatikó) | ερωτηματικοί (erotimatikoí) | ερωτηματικές (erotimatikés) | ερωτηματικά (erotimatiká) | |
genitive | ερωτηματικού (erotimatikoú) | ερωτηματικής (erotimatikís) | ερωτηματικού (erotimatikoú) | ερωτηματικών (erotimatikón) | ερωτηματικών (erotimatikón) | ερωτηματικών (erotimatikón) | |
accusative | ερωτηματικό (erotimatikó) | ερωτηματική (erotimatikí) | ερωτηματικό (erotimatikó) | ερωτηματικούς (erotimatikoús) | ερωτηματικές (erotimatikés) | ερωτηματικά (erotimatiká) | |
vocative | ερωτηματικέ (erotimatiké) | ερωτηματική (erotimatikí) | ερωτηματικό (erotimatikó) | ερωτηματικοί (erotimatikoí) | ερωτηματικές (erotimatikés) | ερωτηματικά (erotimatiká) |