ευάλωτος • (eválotos) m (feminine ευάλωτη, neuter ευάλωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ευάλωτος (eválotos) | ευάλωτη (eváloti) | ευάλωτο (eváloto) | ευάλωτοι (eválotoi) | ευάλωτες (eválotes) | ευάλωτα (eválota) | |
genitive | ευάλωτου (eválotou) | ευάλωτης (eválotis) | ευάλωτου (eválotou) | ευάλωτων (eváloton) | ευάλωτων (eváloton) | ευάλωτων (eváloton) | |
accusative | ευάλωτο (eváloto) | ευάλωτη (eváloti) | ευάλωτο (eváloto) | ευάλωτους (eválotous) | ευάλωτες (eválotes) | ευάλωτα (eválota) | |
vocative | ευάλωτε (eválote) | ευάλωτη (eváloti) | ευάλωτο (eváloto) | ευάλωτοι (eválotoi) | ευάλωτες (eválotes) | ευάλωτα (eválota) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευάλωτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευάλωτος, etc.)