ευκάλυπτος • (efkályptos) m (plural ευκάλυπτοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ευκάλυπτος (efkályptos) | ευκάλυπτοι (efkályptoi) |
genitive | ευκάλυπτου (efkályptou) ευκαλύπτου (efkalýptou) |
ευκάλυπτων (efkálypton) ευκαλύπτων (efkalýpton) |
accusative | ευκάλυπτο (efkálypto) | ευκάλυπτους (efkályptous) ευκαλύπτους (efkalýptous) |
vocative | ευκάλυπτε (efkálypte) | ευκάλυπτοι (efkályptoi) |
Second forms are formal.