ηλεκτρομαγνητισμός • (ilektromagnitismós) m (plural ηλεκτρομαγνητισμοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτρομαγνητισμός (ilektromagnitismós) | ηλεκτρομαγνητισμοί (ilektromagnitismoí) |
genitive | ηλεκτρομαγνητισμού (ilektromagnitismoú) | ηλεκτρομαγνητισμών (ilektromagnitismón) |
accusative | ηλεκτρομαγνητισμό (ilektromagnitismó) | ηλεκτρομαγνητισμούς (ilektromagnitismoús) |
vocative | ηλεκτρομαγνητισμέ (ilektromagnitismé) | ηλεκτρομαγνητισμοί (ilektromagnitismoí) |