ισημερινός • (isimerinós) m (plural ισημερινοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ισημερινός • | ισημερινοί • |
genitive | ισημερινού • | ισημερινών • |
accusative | ισημερινό • | ισημερινούς • |
vocative | ισημερινέ • | ισημερινοί • |
ισημερινός • (isimerinós) m (feminine ισημερινή, neuter ισημερινό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισημερινός • | ισημερινή • | ισημερινό • | ισημερινοί • | ισημερινές • | ισημερινά • |
genitive | ισημερινού • | ισημερινής • | ισημερινού • | ισημερινών • | ισημερινών • | ισημερινών • |
accusative | ισημερινό • | ισημερινή • | ισημερινό • | ισημερινούς • | ισημερινές • | ισημερινά • |
vocative | ισημερινέ • | ισημερινή • | ισημερινό • | ισημερινοί • | ισημερινές • | ισημερινά • |