καπνοδόχος (kapnodóchos, “chimney”) + καθαριστής (katharistís, “cleaner”)
καπνοδοχοκαθαριστής • (kapnodochokatharistís) m
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καπνοδοχοκαθαριστής (kapnodochokatharistís) | καπνοδοχοκαθαριστές (kapnodochokatharistés) |
genitive | καπνοδοχοκαθαριστή (kapnodochokatharistí) | καπνοδοχοκαθαριστών (kapnodochokatharistón) |
accusative | καπνοδοχοκαθαριστή (kapnodochokatharistí) | καπνοδοχοκαθαριστές (kapnodochokatharistés) |
vocative | καπνοδοχοκαθαριστή (kapnodochokatharistí) | καπνοδοχοκαθαριστές (kapnodochokatharistés) |