From Proto-Hellenic *megalos, from Proto-Indo-European *méǵh₂s (“big, great”), *meǵh₂los. Cognate with Albanian madh (“large”),[1] Latin magnus (“large, great”), Proto-Germanic *mikilaz (“large, great”).
μεγάλος • (megálos)
Inherited from Byzantine Greek μεγάλος (megálos), from Ancient Greek μέγας (mégas) from its stem μεγαλ-, from Proto-Indo-European *méǵh₂s (“big, great”).
μεγάλος • (megálos) m (feminine μεγάλη, neuter μεγάλο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεγάλος (megálos) | μεγάλη (megáli) | μεγάλο (megálo) | μεγάλοι (megáloi) | μεγάλες (megáles) | μεγάλα (megála) | |
genitive | μεγάλου (megálou) | μεγάλης (megális) | μεγάλου (megálou) | μεγάλων (megálon) | μεγάλων (megálon) | μεγάλων (megálon) | |
accusative | μεγάλο (megálo) | μεγάλη (megáli) | μεγάλο (megálo) | μεγάλους (megálous) | μεγάλες (megáles) | μεγάλα (megála) | |
vocative | μεγάλε (megále) | μεγάλη (megáli) | μεγάλο (megálo) | μεγάλοι (megáloi) | μεγάλες (megáles) | μεγάλα (megála) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεγάλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεγάλος, etc.)
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεγαλύτερος (megalýteros) | μεγαλύτερη (megalýteri) | μεγαλύτερο (megalýtero) | μεγαλύτεροι (megalýteroi) | μεγαλύτερες (megalýteres) | μεγαλύτερα (megalýtera) |
genitive | μεγαλύτερου (megalýterou) | μεγαλύτερης (megalýteris) | μεγαλύτερου (megalýterou) | μεγαλύτερων (megalýteron) | μεγαλύτερων (megalýteron) | μεγαλύτερων (megalýteron) |
accusative | μεγαλύτερο (megalýtero) | μεγαλύτερη (megalýteri) | μεγαλύτερο (megalýtero) | μεγαλύτερους (megalýterous) | μεγαλύτερες (megalýteres) | μεγαλύτερα (megalýtera) |
vocative | μεγαλύτερε (megalýtere) | μεγαλύτερη (megalýteri) | μεγαλύτερο (megalýtero) | μεγαλύτεροι (megalýteroi) | μεγαλύτερες (megalýteres) | μεγαλύτερα (megalýtera) |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μεγαλύτερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μέγιστος (mégistos) | μέγιστη (mégisti) | μέγιστο (mégisto) | μέγιστοι (mégistoi) | μέγιστες (mégistes) | μέγιστα (mégista) |
genitive | μέγιστου (mégistou) | μέγιστης (mégistis) | μέγιστου (mégistou) | μέγιστων (mégiston) | μέγιστων (mégiston) | μέγιστων (mégiston) |
accusative | μέγιστο (mégisto) | μέγιστη (mégisti) | μέγιστο (mégisto) | μέγιστους (mégistous) | μέγιστες (mégistes) | μέγιστα (mégista) |
vocative | μέγιστε (mégiste) | μέγιστη (mégisti) | μέγιστο (mégisto) | μέγιστοι (mégistoi) | μέγιστες (mégistes) | μέγιστα (mégista) |