μετασχηματ- (metaschimat-, “to transform”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”), calque of French transformateur.
μετασχηματιστής • (metaschimatistís) m (plural μετασχηματιστές)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετασχηματιστής (metaschimatistís) | μετασχηματιστές (metaschimatistés) |
genitive | μετασχηματιστή (metaschimatistí) | μετασχηματιστών (metaschimatistón) |
accusative | μετασχηματιστή (metaschimatistí) | μετασχηματιστές (metaschimatistés) |
vocative | μετασχηματιστή (metaschimatistí) | μετασχηματιστές (metaschimatistés) |