νευροτοξικότητα • (nevrotoxikótita) f (plural νευροτοξικότητες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νευροτοξικότητα (nevrotoxikótita) | νευροτοξικότητες (nevrotoxikótites) |
genitive | νευροτοξικότητας (nevrotoxikótitas) | νευροτοξικοτήτων (nevrotoxikotíton) |
accusative | νευροτοξικότητα (nevrotoxikótita) | νευροτοξικότητες (nevrotoxikótites) |
vocative | νευροτοξικότητα (nevrotoxikótita) | νευροτοξικότητες (nevrotoxikótites) |