νοτιοδυτικός • (notiodytikós) m (feminine νοτιοδυτική, neuter νοτιοδυτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | νοτιοδυτικός (notiodytikós) | νοτιοδυτική (notiodytikí) | νοτιοδυτικό (notiodytikó) | νοτιοδυτικοί (notiodytikoí) | νοτιοδυτικές (notiodytikés) | νοτιοδυτικά (notiodytiká) | |
genitive | νοτιοδυτικού (notiodytikoú) | νοτιοδυτικής (notiodytikís) | νοτιοδυτικού (notiodytikoú) | νοτιοδυτικών (notiodytikón) | νοτιοδυτικών (notiodytikón) | νοτιοδυτικών (notiodytikón) | |
accusative | νοτιοδυτικό (notiodytikó) | νοτιοδυτική (notiodytikí) | νοτιοδυτικό (notiodytikó) | νοτιοδυτικούς (notiodytikoús) | νοτιοδυτικές (notiodytikés) | νοτιοδυτικά (notiodytiká) | |
vocative | νοτιοδυτικέ (notiodytiké) | νοτιοδυτική (notiodytikí) | νοτιοδυτικό (notiodytikó) | νοτιοδυτικοί (notiodytikoí) | νοτιοδυτικές (notiodytikés) | νοτιοδυτικά (notiodytiká) |