From Ancient Greek ὀξυδερκής (oxuderkḗs).
οξυδερκής • (oxyderkís) m (feminine οξυδερκής, neuter οξυδερκές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | οξυδερκής (oxyderkís) | οξυδερκής (oxyderkís) | οξυδερκές (oxyderkés) | οξυδερκείς (oxyderkeís) | οξυδερκείς (oxyderkeís) | οξυδερκή (oxyderkí) | |
genitive | οξυδερκούς (oxyderkoús) οξυδερκή (oxyderkí) |
οξυδερκούς (oxyderkoús) | οξυδερκούς (oxyderkoús) | οξυδερκών (oxyderkón) | οξυδερκών (oxyderkón) | οξυδερκών (oxyderkón) | |
accusative | οξυδερκή (oxyderkí) | οξυδερκή (oxyderkí) | οξυδερκές (oxyderkés) | οξυδερκείς (oxyderkeís) | οξυδερκείς (oxyderkeís) | οξυδερκή (oxyderkí) | |
vocative | οξυδερκή (oxyderkí) οξυδερκής (oxyderkís) |
οξυδερκής (oxyderkís) | οξυδερκές (oxyderkés) | οξυδερκείς (oxyderkeís) | οξυδερκείς (oxyderkeís) | οξυδερκή (oxyderkí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οξυδερκής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οξυδερκής, etc.)