From English piezoelectricity.
πιεζοηλεκτρισμός • (piezoïlektrismós) m (plural πιεζοηλεκτρισμοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πιεζοηλεκτρισμός (piezoïlektrismós) | πιεζοηλεκτρισμοί (piezoïlektrismoí) |
genitive | πιεζοηλεκτρισμού (piezoïlektrismoú) | πιεζοηλεκτρισμών (piezoïlektrismón) |
accusative | πιεζοηλεκτρισμό (piezoïlektrismó) | πιεζοηλεκτρισμούς (piezoïlektrismoús) |
vocative | πιεζοηλεκτρισμέ (piezoïlektrismé) | πιεζοηλεκτρισμοί (piezoïlektrismoí) |