πραγματικός (pragmatikós, “real, actual”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1787.
πραγματικότητα • (pragmatikótita) f (plural πραγματικότητες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πραγματικότητα (pragmatikótita) | πραγματικότητες (pragmatikótites) |
genitive | πραγματικότητας (pragmatikótitas) | πραγματικοτήτων (pragmatikotíton) |
accusative | πραγματικότητα (pragmatikótita) | πραγματικότητες (pragmatikótites) |
vocative | πραγματικότητα (pragmatikótita) | πραγματικότητες (pragmatikótites) |