προϊστορικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word προϊστορικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word προϊστορικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say προϊστορικός in singular and plural. Everything you need to know about the word προϊστορικός you have here. The definition of the word προϊστορικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofπροϊστορικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

προϊστορικός (proïstorikósm (feminine προϊστορική, neuter προϊστορικό)

  1. prehistoric

Declension

Declension of προϊστορικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προϊστορικός (proïstorikós) προϊστορική (proïstorikí) προϊστορικό (proïstorikó) προϊστορικοί (proïstorikoí) προϊστορικές (proïstorikés) προϊστορικά (proïstoriká)
genitive προϊστορικού (proïstorikoú) προϊστορικής (proïstorikís) προϊστορικού (proïstorikoú) προϊστορικών (proïstorikón) προϊστορικών (proïstorikón) προϊστορικών (proïstorikón)
accusative προϊστορικό (proïstorikó) προϊστορική (proïstorikí) προϊστορικό (proïstorikó) προϊστορικούς (proïstorikoús) προϊστορικές (proïstorikés) προϊστορικά (proïstoriká)
vocative προϊστορικέ (proïstoriké) προϊστορική (proïstorikí) προϊστορικό (proïstorikó) προϊστορικοί (proïstorikoí) προϊστορικές (proïstorikés) προϊστορικά (proïstoriká)