προϊστορικός • (proïstorikós) m (feminine προϊστορική, neuter προϊστορικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | προϊστορικός (proïstorikós) | προϊστορική (proïstorikí) | προϊστορικό (proïstorikó) | προϊστορικοί (proïstorikoí) | προϊστορικές (proïstorikés) | προϊστορικά (proïstoriká) | |
genitive | προϊστορικού (proïstorikoú) | προϊστορικής (proïstorikís) | προϊστορικού (proïstorikoú) | προϊστορικών (proïstorikón) | προϊστορικών (proïstorikón) | προϊστορικών (proïstorikón) | |
accusative | προϊστορικό (proïstorikó) | προϊστορική (proïstorikí) | προϊστορικό (proïstorikó) | προϊστορικούς (proïstorikoús) | προϊστορικές (proïstorikés) | προϊστορικά (proïstoriká) | |
vocative | προϊστορικέ (proïstoriké) | προϊστορική (proïstorikí) | προϊστορικό (proïstorikó) | προϊστορικοί (proïstorikoí) | προϊστορικές (proïstorikés) | προϊστορικά (proïstoriká) |