σλοβενικός • (slovenikós) m (feminine σλοβενική, neuter σλοβενικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σλοβενικός (slovenikós) | σλοβενική (slovenikí) | σλοβενικό (slovenikó) | σλοβενικοί (slovenikoí) | σλοβενικές (slovenikés) | σλοβενικά (sloveniká) | |
genitive | σλοβενικού (slovenikoú) | σλοβενικής (slovenikís) | σλοβενικού (slovenikoú) | σλοβενικών (slovenikón) | σλοβενικών (slovenikón) | σλοβενικών (slovenikón) | |
accusative | σλοβενικό (slovenikó) | σλοβενική (slovenikí) | σλοβενικό (slovenikó) | σλοβενικούς (slovenikoús) | σλοβενικές (slovenikés) | σλοβενικά (sloveniká) | |
vocative | σλοβενικέ (sloveniké) | σλοβενική (slovenikí) | σλοβενικό (slovenikó) | σλοβενικοί (slovenikoí) | σλοβενικές (slovenikés) | σλοβενικά (sloveniká) |