σουηδικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word σουηδικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word σουηδικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say σουηδικός in singular and plural. Everything you need to know about the word σουηδικός you have here. The definition of the word σουηδικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσουηδικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

σουηδικός (souidikósm (feminine σουηδική, neuter σουηδικό)

  1. Swedish (relating to the country of Sweden, its people or its language)

Declension

Declension of σουηδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σουηδικός (souidikós) σουηδική (souidikí) σουηδικό (souidikó) σουηδικοί (souidikoí) σουηδικές (souidikés) σουηδικά (souidiká)
genitive σουηδικού (souidikoú) σουηδικής (souidikís) σουηδικού (souidikoú) σουηδικών (souidikón) σουηδικών (souidikón) σουηδικών (souidikón)
accusative σουηδικό (souidikó) σουηδική (souidikí) σουηδικό (souidikó) σουηδικούς (souidikoús) σουηδικές (souidikés) σουηδικά (souidiká)
vocative σουηδικέ (souidiké) σουηδική (souidikí) σουηδικό (souidikó) σουηδικοί (souidikoí) σουηδικές (souidikés) σουηδικά (souidiká)