στατιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word στατιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word στατιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say στατιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word στατιστικός you have here. The definition of the word στατιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofστατιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

στατιστικός (statistikósm (feminine στατιστική, neuter στατιστικό)

  1. statistical

Declension

Declension of στατιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στατιστικός (statistikós) στατιστική (statistikí) στατιστικό (statistikó) στατιστικοί (statistikoí) στατιστικές (statistikés) στατιστικά (statistiká)
genitive στατιστικού (statistikoú) στατιστικής (statistikís) στατιστικού (statistikoú) στατιστικών (statistikón) στατιστικών (statistikón) στατιστικών (statistikón)
accusative στατιστικό (statistikó) στατιστική (statistikí) στατιστικό (statistikó) στατιστικούς (statistikoús) στατιστικές (statistikés) στατιστικά (statistiká)
vocative στατιστικέ (statistiké) στατιστική (statistikí) στατιστικό (statistikó) στατιστικοί (statistikoí) στατιστικές (statistikés) στατιστικά (statistiká)