σταχτοτσικνιάς • (stachtotsikniás) m (plural σταχτοτσικνιάδες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταχτοτσικνιάς (stachtotsikniás) | σταχτοτσικνιάδες (stachtotsikniádes) |
genitive | σταχτοτσικνιά (stachtotsikniá) | σταχτοτσικνιάδων (stachtotsikniádon) |
accusative | σταχτοτσικνιά (stachtotsikniá) | σταχτοτσικνιάδες (stachtotsikniádes) |
vocative | σταχτοτσικνιά (stachtotsikniá) | σταχτοτσικνιάδες (stachtotsikniádes) |