<span class="searchmatch">συμφεροντολόγος</span> • (symferontológos) m self-interested συμφέρον (symféron) συμφεροντολόγα (symferontológa)...
συμπολεμίστρια συμπολίτης σύμπτωμα συμπύκνωμα συμπυκνωμένος συμφέρον <span class="searchmatch">συμφεροντολόγος</span> συμφέρω συμφέρων συμφιλίωση συμφοιτητής συμφύομαι συμφυρμός συμφωνία...
συμπολεμίστρια συμπολίτης σύμπτωμα συμπύκνωμα συμπυκνωμένος συμφέρον <span class="searchmatch">συμφεροντολόγος</span> συμφέρω συμφέρων συμφιλίωση συμφοιτητής συμφύομαι συμφυρμός συμφωνία...