συμφωνικός • (symfonikós) m (feminine συμφωνική, neuter συμφωνικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συμφωνικός (symfonikós) | συμφωνική (symfonikí) | συμφωνικό (symfonikó) | συμφωνικοί (symfonikoí) | συμφωνικές (symfonikés) | συμφωνικά (symfoniká) | |
genitive | συμφωνικού (symfonikoú) | συμφωνικής (symfonikís) | συμφωνικού (symfonikoú) | συμφωνικών (symfonikón) | συμφωνικών (symfonikón) | συμφωνικών (symfonikón) | |
accusative | συμφωνικό (symfonikó) | συμφωνική (symfonikí) | συμφωνικό (symfonikó) | συμφωνικούς (symfonikoús) | συμφωνικές (symfonikés) | συμφωνικά (symfoniká) | |
vocative | συμφωνικέ (symfoniké) | συμφωνική (symfonikí) | συμφωνικό (symfonikó) | συμφωνικοί (symfonikoí) | συμφωνικές (symfonikés) | συμφωνικά (symfoniká) |