τέρμα (térma, “goal”) + φύλακας (fýlakas, “gatekeeper”)
τερματοφύλακας • (termatofýlakas) m or f (plural τερματοφύλακες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τερματοφύλακας (termatofýlakas) | τερματοφύλακες (termatofýlakes) |
genitive | τερματοφύλακα (termatofýlaka) | τερματοφυλάκων (termatofylákon) |
accusative | τερματοφύλακα (termatofýlaka) | τερματοφύλακες (termatofýlakes) |
vocative | τερματοφύλακα (termatofýlaka) | τερματοφύλακες (termatofýlakes) |