τηλέγραφος • (tilégrafos) m (plural τηλέγραφοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τηλέγραφος (tilégrafos) | τηλέγραφοι (tilégrafoi) |
genitive | τηλέγραφου (tilégrafou) τηλεγράφου (tilegráfou) |
τηλέγραφων (tilégrafon) τηλεγράφων (tilegráfon) |
accusative | τηλέγραφο (tilégrafo) | τηλέγραφους (tilégrafous) τηλεγράφους (tilegráfous) |
vocative | τηλέγραφε (tilégrafe) | τηλέγραφοι (tilégrafoi) |
Second forms are formal.