τηλε- (tile-, “tele-”) + English grapheme, from Ancient Greek γράφημα (gráphēma) (for which see γράφω (gráphō, “to write”)).
τηλεγράφημα • (tilegráfima) n (plural τηλεγραφήματα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τηλεγράφημα (tilegráfima) | τηλεγραφήματα (tilegrafímata) |
genitive | τηλεγραφήματος (tilegrafímatos) | τηλεγραφημάτων (tilegrafimáton) |
accusative | τηλεγράφημα (tilegráfima) | τηλεγραφήματα (tilegrafímata) |
vocative | τηλεγράφημα (tilegráfima) | τηλεγραφήματα (tilegrafímata) |